αντικαθίζω

αντικαθίζω
ἀντικαθίζω (Α)
1. βάζω κάποιον να καθήσει στη θέση άλλου
2. μέσ. ἀντικαθίζομαι και παρακμ. με σημ. ενεστ. ἀντικάθημαι
α) στρ. παίρνω θέση απέναντι σε κάποιον
β) εναντιώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντικάθημαι — ἀντικάθημαι και ιων. τ. ἀντικάτημαι (Α) βλ. αντικαθίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”